- ἐπανόρθωσιν
- ἐπανόρθωσιςsetting rightfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оправлениѥ — ОПРАВЛЕНИ|Ѥ (11), ˫А с. 1.Исправление, совершенствование: А прегрѣшени˫а инѣхъ требѹи ты на ѡправленьѥ собѣ, а не ищи бываѥма˫а (πρὸς διόρϑωσιν) Пч н. XV (1), 7 об. 2. Выздоровление: како ѹбо потворитiсѧ и чему быти. ѥже болѣзнное врачбы ѿпрещи.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επανόρθωση — η (AM ἐπανόρθωσις) [επανορθώνω] νεοελλ. 1. ανασκευή, διόρθωση σφάλματος ή ψεύδους ή ανακριβούς ειδήσεως 2. ικανοποίηση που παρέχεται για πρόκληση βλάβης 3. στον πληθ. οι επανορθώσεις οι αποζημιώσεις που καθορίζονται από συναπτόμενες συνθήκες και… … Dictionary of Greek